- ἐκτατικός
- ἐκτᾰτικός, ή, όν,A given to lengthening,
Ἀθηναῖοι ἐ. τῶν φωνηέντων A.D.Adv.187.21
.II preserving tension,αὑτῶν δι' εὐτονίαν Chrysipp.Stoic.2.146
(codd. Plu., ἑκτικά Arnim).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἀθηναῖοι ἐ. τῶν φωνηέντων A.D.Adv.187.21
.αὑτῶν δι' εὐτονίαν Chrysipp.Stoic.2.146
(codd. Plu., ἑκτικά Arnim).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκτατικός — ή, ό (Α ἐκτατικός, ή, όν) νεοελλ. ο σχετικός με την έκταση («εκτατική επιφάνεια», «εκτατικοί ή εκτατήρες μύες») μσν. επίρρ. ἐκτατικῶς με έκταση βραχέος φωνήεντος σε μακρό αρχ. 1. ο εκτείνων, αυτός που αναφέρεται στην έκταση 2. αυτός που έχει την… … Dictionary of Greek
ἐκτατικώτερον — ἐκτατικός given to lengthening adverbial comp ἐκτατικός given to lengthening masc acc comp sg ἐκτατικός given to lengthening neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτατικοί — ἐκτατικός given to lengthening masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτατικούς — ἐκτατικός given to lengthening masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτατικήν — ἐκτατικός given to lengthening fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτατικῶς — ἐκτατικός given to lengthening adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)